Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χλούνης

См. также в других словарях:

  • χλούνης — wild boar masc nom sg χλού̱νης , χλοῦνις virility fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλούνης — ου, ὁ, Α 1. ως επίθ. α) (επικ. τ.) χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.) β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής* γ) χλοεύνης* δ) ευνουχισμένος ε) ερημικός 2. ως ουσ. α)… …   Dictionary of Greek

  • χλουνῶν — χλούνης wild boar masc gen pl χλουνός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλοῦναι — χλούνης wild boar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλούνην — χλούνης wild boar masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλούνων — χλούνης wild boar masc gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλούνῃ — χλούνης wild boar masc dat sg (attic epic ionic) χλού̱νηι , χλοῦνις virility fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλουνίας — ου, ὁ, ΜΑ χλούνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. ίας*] …   Dictionary of Greek

  • χλούνις — ούνεως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) η νεανική ηλικία ή, κατ άλλους, ο ευνουχισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. ις (πρβλ. δύναμ ις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε αντιδιαστολή προς τη μειωτική σημ. τού τ. χλούνης*] …   Dictionary of Greek

  • χλούνας — χλούνᾱς , χλούνης wild boar masc acc pl χλούνᾱς , χλούνης wild boar masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλούνειος — εία, ον, Α [χλούνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλούνη 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Χλούνειον ένα τοπωνύμιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»