-
1 χλοη-φόρος
χλοη-φόρος, junge Keime od. Saaten, Gras, Gewächse tragend, γαῖα Eur. Phoen. 650, ἔρνη 656.
-
2 χλοηφόρος
χλοη-φόρος, junge Keime od. Saaten, Gras, Gewächse tragend
См. также в других словарях:
χλοηφόρος — ον, ΜΑ αυτός που βγάζει χλόη ή χλωρά φύλλα («πεδιάδα εὔχορτον καὶ χλοηφόρον», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + φόρος*] … Dictionary of Greek
κραστιφόρος — κραστιφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πολλή χλόη, άφθονα χόρτα («κραστιφόρος Σκυθία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράστις + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
ποηφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ + φόρος*] … Dictionary of Greek