-
1 χλοαρός
χλοαρός dub. sens., n. acc. pro adv., ?1 gaily, softly ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι (Schr.: χλαρόν, χλιαρόν codd., Σ: v. χλαρός) P. 9.38 -
2 χλοαρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλοαρός
-
3 χλιαρός
См. также в других словарях:
χλοαρός — ά, όν, Α βλ. χλωρός … Dictionary of Greek