-
1 χλιαρος
3теплый, тепловатый(ὕδωρ Her.; ἀτμίς Arst.; τὰ πηγαῖα τῶν ὑδάτων Plut.; λουτρά Diod.)
τὰ χλιαρὰ κατεσθίειν Arph. — есть теплые кушанья;χ. καὴ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός погов. NT. — теплый, ни горячий, ни холодный, т.е. равнодушный -
2 χλιαρός
-
3 Χλιαρος
ὁ Хлиар, «Теплый» ( прежнее название Ганга) Plut. -
4 χλιαρός
-
5 χλιαρός
χλιᾰρός, ά, όν, also ός, όν Nic.Al. 360; [dialect] Ion. [full] χλιερός (also in Alcm. 33.5, Sor.1.52; misspelt χλιεριον in PHolm.16.27), ή, όν· ([etym.] χλίω):—A warm, Epich.[290];ὕδωρ Hdt.4.181
, Diocl.Fr.139, Sor.1.82; of food, Magnes 1, Cratin.125 (troch.), 143 (hex.), Ar.Ach. 975 (lyr.);τὸ σῶμα ἡμῶν ἀτμίδα τινὰ χ. ἀφίησιν Arist.Pr. 884b17
;τὸ χ. τὸ ἐν γλώσσῃ Placit.4.18.1
. Adv. χλιηρῶς (v.l. -ρῷ) Hp.Fist.9; καταπλάσσειν χλιηρόν ibid.2 of persons, lukewarm, Apoc.3.16. [[pron. full] ῑ in Com. ll. cc.; but [pron. full] ῐ in Epich. l. c., Alcm. l. c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλιαρός
-
6 χλιαρός
χλιαρός, warm, lau; erwärmt, erweicht -
7 χλιαρός
χλιαρός, ά, όν (χλιαίνω ‘to warm’; Ion. χλιερός Rv 3:16 v.l.) lukewarm (since Hdt. 4, 181; Diod S 17, 50, 5; Synes., Ep. 114 p. 254d χ. ὕδωρ.—The unpleasant taste of χ. ὕδ. causes vomiting: Vi. Aesopi W 3 p. 81, 29; 35 P.), in imagery of the church at Laodicea, that is neither hot nor cold and hence is to be spit out Rv 3:16.—MRudwick and EGreen, ET 69, ’58, 176–78; CHemer, The Letters to the Seven Churches in Their Local Settings ’89 (’86), 178–209.—M-M. TW. -
8 χλιαρός
χλῑαρός, χλιαρόςwarm: masc nom sg -
9 χλιαρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χλιαρός
-
10 χλιαρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χλιαρός
-
11 χλιαρός
η, ό [ά, όν ]1) чуть тёплый, тепловатый, прохладный (о жидкости); 2) перен. холодный, равнодушный, безразличный; 3) перен. вялый, инертный (о человеке) -
12 χλιαρός
теплый, тепловатый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χλιαρός
-
13 χλιαρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χλιαρὸς
-
14 χλιαρός
[хлиарос] επ тепловатый, прохладный. -
15 χλιαρός
lukewarmΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χλιαρός
-
16 ἀκρο-χλίαρος
ἀκρο-χλίαρος, - χλίερος, obenauf warm, Medic.
-
17 χλιαρά
χλῑαρά, χλιαρόςwarm: neut nom /voc /acc plχλῑαρά̱, χλιαρόςwarm: fem nom /voc /acc dualχλῑαρά̱, χλιαρόςwarm: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
18 χλιαρώτερον
χλῑαρώτερον, χλιαρόςwarm: adverbial compχλῑαρώτερον, χλιαρόςwarm: masc acc comp sgχλῑαρώτερον, χλιαρόςwarm: neut nom /voc /acc comp sg -
19 χλιερά
χλῑερά, χλιαρόςwarm: neut nom /voc /acc pl (ionic)χλῑερά̱, χλιαρόςwarm: fem nom /voc /acc dual (ionic)χλῑερά̱, χλιαρόςwarm: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)χλιερόςwarm: neut nom /voc /acc plχλιερά̱, χλιερόςwarm: fem nom /voc /acc dualχλιερά̱, χλιερόςwarm: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
20 χλιαρωτέρων
χλῑαρωτέρων, χλιαρόςwarm: fem gen comp plχλῑαρωτέρων, χλιαρόςwarm: masc /neut gen comp pl
См. также в других словарях:
χλιαρός — ή, ό / χλιαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και ιων. τ. χλιερός, ή, όν, Α 1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό τής θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η… … Dictionary of Greek
χλιαρός — χλῑαρός , χλιαρός warm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. λίγο θερμός, ελαφρά θερμός: Το νερό είναι χλιαρό. 2. άτονος, μαλακός: Έχουν ένα χλιαρό διευθυντή και κάνουν ό,τι θέλουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλιαρά — χλῑαρά , χλιαρός warm neut nom/voc/acc pl χλῑαρά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc/acc dual χλῑαρά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιαρώτερον — χλῑαρώτερον , χλιαρός warm adverbial comp χλῑαρώτερον , χλιαρός warm masc acc comp sg χλῑαρώτερον , χλιαρός warm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιερά — χλῑερά , χλιαρός warm neut nom/voc/acc pl (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc/acc dual (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) χλιερός warm neut nom/voc/acc pl χλιερά̱ , χλιερός warm fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροχλίαρος — ἀκροχλίαρος και χλίερος, ον (Α) ο λίγο ζεστός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + χλιαρός] … Dictionary of Greek
εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek
λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… … Dictionary of Greek
σύχλιος — α, ο, Ν χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χλιός «χλιαρός»] … Dictionary of Greek
χιαρός — ά, όν, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαρός] … Dictionary of Greek