-
1 χλανίδιον
A a woman's mantle, Hdt.1.195, Chaerem.14.9, Trag.Adesp.7, E.Supp. 110, Ar.Lys. 1190 (lyr.): pl., of blankets, bedclothes, E.Or.42: later, = Lat. paludamentum, Jul. ad Ath.277a; contemptuously addressed to Cicero,τὰ λεπτά σου χ. D.C.46.18
:—also [full] χλάνδιον, Michel832.30 (Samos, iv B. C.), GDI5633.13 (near Teos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλανίδιον
См. также в других словарях:
χλάνδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαίνα] … Dictionary of Greek
χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… … Dictionary of Greek