-
1 χιονοθρεμμων
-
2 χιονοθρέμμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιονοθρέμμων
-
3 χιονοθρέμμων
χιονο-θρέμμων, ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt) -
4 χιονοθρέμμονας
χιονοθρέμμωνfostering snow: masc /fem acc pl -
5 χιονο-τρόφος
χιονο-τρόφος, Schnee nährend, hegend, wie χιονοϑρέμμων, Κιϑαιρών Eur. Phoen. 809.
-
6 χιονοτρόφος
χῐονο-τρόφος, ον,A = χιονοθρέμμων, Ἀρτέμιδος -τρόφον ὄμμα Κιθαιρών E.Ph. 802 (hex.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιονοτρόφος
См. также в других словарях:
χιονοθρέμμων — ον, Α χιονοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + θρέμμων (< θ. θρεπ τού τρέφω [πρβλ. θρεπ τός] + κατάλ. μων), πρβλ. ὑδατο θρέμμων] … Dictionary of Greek
χιονοθρέμμονας — χιονοθρέμμων fostering snow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοτρόφος — ον, Α χιονοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek