-
1 επικρουω
1) бить, ударять(χθόνα βάκτροις Aesch.; τὸ ξίφος τῇ χειρί Plut.)
2) вбивать, вколачивать(τὸν ἧλον Arph.)
См. также в других словарях:
επικρούω — (AM ἐπικρούω) χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» χτυπάς το καρφί) νεοελλ. εξετάζω ασθενή με επίκρουση αρχ. 1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες») 2. εμπαίζω, χλευάζω 3. επικροτώ … Dictionary of Greek