-
1 ἐπιδρούω
A hammer in, , cf. IG22.463.64; τὸν ἵππον καὶ τὸν ἄνδρα τὸν -κρούοντα ib.12.374.173; χθόνα βάκτροις striking the ground.., A.Ag. 202 (lyr.); ἐ. τῇ χειρὶ τὸ ξίφος clap one's hand on one's sword, Plu.Pomp.58: metaph., jeer at,εἴς τινα Macho
ap.Ath.13.579b.III. Medic., use percussion, Aret.SA1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδρούω
См. также в других словарях:
επικρούω — (AM ἐπικρούω) χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» χτυπάς το καρφί) νεοελλ. εξετάζω ασθενή με επίκρουση αρχ. 1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες») 2. εμπαίζω, χλευάζω 3. επικροτώ … Dictionary of Greek