-
1 προισχω
(= προέχω См. προεχω)(преимущ. med.)
1) держать перед собою, т.е. протягивать, простирать(χεῖρας Thuc.; τὰς ἱκετηρίας Plut.)
τέν κόμην προϊσχόμεναι λελυμένην Plut. — (сабинянки, с мольбой) протягивающие (свои) распущенные волосы;τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου προϊσχόμενος Plut. — (Катон Утический читал), заслоняя книгу тогой;προϊσχόμενοι τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plut. — закрывая лица руками2) произносить, объявлять, предлагатьπροϊσχόμενος ἔπεα ὡς … Her. — объявив, что …;
προϊσχομένου λόγον τόνδε Her. — когда он заявил это;3) выдвигать в качестве основания, ссылаться (на что-л.), приводить(πρόφασιν Her.; μυρίας σκήψεις Plut.)
См. также в других словарях:
προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν … Dictionary of Greek