Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χερσονησοειδής

См. также в других словарях:

  • χερσονησοειδής — peninsular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσονησοειδής — και χερρονησοειδής, ές, Α όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • χερσονησοειδές — χερσονησοειδής peninsular masc/fem voc sg χερσονησοειδής peninsular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερρονησοειδοῦς — χερσονησοειδής peninsular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσονησοειδοῦς — χερσονησοειδής peninsular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσονησώδης — και αττ. τ. χερρονησώδης, ῶδες, Α [χερσόνησος /χερρόνησος] ο χερσονησοειδής*, αυτός που έχει το σχήμα χερσονήσου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»