-
1 χερσονησοειδης
-
2 χερσονησοειδής
χερσονησοειδήςpeninsular: masc /fem nom sg -
3 χερσονησοειδής
A peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερσονησοειδής
-
4 χερσονησοειδής
χερσο-νησο-ειδής, ές, von der Art einer Halbinsel, ihr ähnlich -
5 χερσονησοειδές
χερσονησοειδήςpeninsular: masc /fem voc sgχερσονησοειδήςpeninsular: neut nom /voc /acc sg -
6 χερσο-νησι-ώδης
χερσο-νησι-ώδης, ες, = χερσονησοειδής, Strab., zw.
-
7 χερσο-νησ-ώδης
χερσο-νησ-ώδης, ες, att. χεῤῥον., zsgzgn statt χερσονησοειδής.
-
8 χερρονησοειδούς
-
9 χερρονησοειδοῦς
-
10 χερσονησοειδούς
-
11 χερσονησοειδοῦς
-
12 χερσονησώδης
A = χερσονησοειδής, Str.14.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερσονησώδης
См. также в других словарях:
χερσονησοειδής — peninsular masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσονησοειδής — και χερρονησοειδής, ές, Α όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + ειδής*] … Dictionary of Greek
χερσονησοειδές — χερσονησοειδής peninsular masc/fem voc sg χερσονησοειδής peninsular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερρονησοειδοῦς — χερσονησοειδής peninsular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσονησοειδοῦς — χερσονησοειδής peninsular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσονησώδης — και αττ. τ. χερρονησώδης, ῶδες, Α [χερσόνησος /χερρόνησος] ο χερσονησοειδής*, αυτός που έχει το σχήμα χερσονήσου … Dictionary of Greek