-
1 χερνήτης
χερνήτης, ὁ, = χερνής; Aesch. Prom. 895; χερνήτεω ἀνδρός Simonds. 103 (XIII, 30).
-
2 χερνητης
-
3 χερνήτης
χερνήτηςmasc nom sg -
4 χερνήτης
χερν-ήτης, ου ὁ,A = χερνής, A.Pr. 893 (lyr.), D.H.7.11, S.E.M.2.105, Ael.Fr. 342; ἀνδρὸς χερνήτεω Simon.124A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερνήτης
-
5 χερνήταις
χερνήτηςmasc dat pl -
6 χερνήτην
χερνήτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
7 χερνήτου
χερνήτηςmasc gen sg -
8 χερνητας
-
9 χερνήτα
-
10 χερνῆτα
-
11 χερνήτωρ
-
12 χερνῆτις
-
13 χερνήται
-
14 χερνῆται
-
15 χερνήταν
χερνήτᾱν, χερνήτηςmasc acc sg (epic doric aeolic) -
16 χερνήτεω
χερνήτεω̆, χερνήτηςmasc gen sg (epic ionic) -
17 χερνήτη
-
18 χερνήτῃ
-
19 χερνήτηι
χερνήτῃ, χερνήτηςmasc dat sg (attic epic ionic) -
20 χερνήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερνήτωρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χερνήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… … Dictionary of Greek
χερνῆται — χερνήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνήταις — χερνήτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνήτην — χερνήτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνήτου — χερνήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνήτῃ — χερνήτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνῆτα — χερνής poor masc acc sg χερνήτης masc voc sg χερνήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνήτωρ — ορος, ὁ, Α χερνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χερνής / χερνήτης, με κατάλ. τωρ] … Dictionary of Greek
χερνητικός — ή, όν, Α [χερνής / χερνήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χερνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χερνητικόν η τάξη τού δήμου που εργαζόταν («τὸ χερνητικὸν καὶ τὸ μικρὰν ἔχον οὐσίαν ὥστε μὴ δύνασθαι σχολάζειν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
χερνήταν — χερνήτᾱν , χερνήτης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)