-
1 χενόσιρις
χενόσιρις, ὁ, Egyptian name ofA ivy, Plu.2.365e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χενόσιρις
См. также в других словарях:
χενόσιρις — ίριδος, ὁ, Α αιγυπτιακή ονομασία τού κισσού («καὶ παρ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h n ỉsr «φυτό τού Οσίριδος»] … Dictionary of Greek