-
1 χελῑδόνισμα
χελῑδόνισμα, τό, das Schwalbenlied, ein altes Volkslied auf die Rückkehr der Schwalben, das die rhodischen Knaben im Monat Boedromion herumziehend vor den Thüren sangen, indem sie dabei bettelten, Ath. VIII, 360 a, verbessert von Ilgen opusc. phil. I p. 165; doch steht das Wort χελιδόνισμα nicht bei Ath.
-
2 χελῑδόνισμα
χελῑδόνισμα, τό, das Schwalbenlied, ein altes Volkslied auf die Rückkehr der Schwalben, das die rhodischen Knaben im Monat Boedromion herumziehend vor den Türen sangen, indem sie dabei bettelten -
3 χελιδόνισμα
См. также в других словарях:
χελιδόνισμα — το, Ν [χελιδονίζω] παλαιότατο χαρακτηριστικό έθιμο τής 1ης Μαρτίου, κατά το οποίο το πρωί τής ημέρας αυτής παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια κατά ομάδες κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, στολισμένο με άνθη και χλωρά κλαδιά, και τραγουδούν τον … Dictionary of Greek
χελιδόνισμα — το, ατος λαϊκό τραγούδι που τραγουδούν τα παιδιά στην αρχή της άνοιξης, όταν έρχονται τα χελιδόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… … Dictionary of Greek
τέρριρεμ — Όρος της βυζαντινής μουσικής. Πρόκειται για ασήμαντες λέξεις, που χρησίμευαν στην ψαλμωδία για μελωδικό καλλωπισμό τους και κυρίως για την παράταση των εκκλησιαστικών ακολουθιών στις αγρύπνιες των μοναστηριών. Ο όρος είναι άκλιτος και σημαίνει… … Dictionary of Greek