1 χελωνιάς
χελωνιάς, άδος, ἡ, eine bunte Käferart, sonst καν ϑαρίς, Hesych.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > χελωνιάς
2 χελωνιάς
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > χελωνιάς
χελωνιάς — άδος, ἡ, Α ονομασία σκαθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + κατάλ. ιάς (πρβλ. δελφιν ιάς, σηπ ιάς)] … Dictionary of Greek