-
1 χελῡνάζω
-
2 σχελυνάζω
-
3 χλεύη
χλεύη, ἡ, Scherz, im plur., H. h. Cer. 202. Gew. Spott, Hohn, schnöde, übermüthige Behandlung; χλεύην ποιεῖν oder ποιεῖσϑαί τινα, Einen zum Gespött machen, Aeschrio 4 (VII, 345); οὐ ϑαύματος, ἀλλὰ χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια Hdn. 7, 8,5; πρᾶγμα χλεύης ἄξιον Luc. Paras. 40. – Nach Valck. von χέλυς, = χεῖλος, vorgezogene Lippen, als Ausdruck des Spottes u. Hohns (?). Vgl. χελυνάζω.
См. также в других словарях:
χελυνάζω — και σχελυνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χελυνάζειν χλευάζειν και σχελυνάζει φλυαρεῖ και ἐσχελύνασεν ἐφλυάρησεν πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως μετονοματικά παράγωγα τού χελύνη (Ι) «χείλος», παρά να συνδεθούν… … Dictionary of Greek
χελυνάζειν — χελυνάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλεύη — η, ΝΜΑ χλευασμός, εμπαιγμός (α. «έγινε αντικείμενο χλεύης» β. «οὐ θαύματος ἀλλά χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια», Ηρωδιαν.) μσν. απάτη («διὰ χλεύης τινὸς ἐπορνεύθη», Μαλάλ. Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. χλεύη θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα … Dictionary of Greek
χελυνῶν — χελῡνῶν , χελύνη lip fem gen pl χελυνάζω fut part act masc voc sg χελυνάζω fut part act neut nom/voc/acc sg χελυνάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχελυνάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. χελυνάζω … Dictionary of Greek
ἐσχελύνασεν — εἰσ χελυνάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)