-
1 χελλαρίης
-
2 χελλαρίης
χελλαρίης, ὁ, ein Meerfisch
См. также в других словарях:
χελλαρίης — ὁ, Α το ψάρι ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελλ τού χελλών «είδος ψαριού» + κατάλ. αρίᾱς (< κατάλ. αρος + ίας*), πιθ. κατά τα καλλ αρίας, καρχαρίας] … Dictionary of Greek
χελλαρίην — χελλαρίης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελλαρίας — χελλαρίᾱς , χελλαρίης masc acc pl χελλαρίᾱς , χελλαρίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)