Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

χελλαρίης

См. также в других словарях:

  • χελλαρίης — ὁ, Α το ψάρι ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελλ τού χελλών «είδος ψαριού» + κατάλ. αρίᾱς (< κατάλ. αρος + ίας*), πιθ. κατά τα καλλ αρίας, καρχαρίας] …   Dictionary of Greek

  • χελλαρίην — χελλαρίης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελλαρίας — χελλαρίᾱς , χελλαρίης masc acc pl χελλαρίᾱς , χελλαρίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»