-
1 χελιδόσιν
χελῑδόσιν, χελιδώνswallow: fem dat pl (epic)χελῑδόσιν, χελιδώνswallow: fem dat pl -
2 εἰκελό-φωνος
εἰκελό-φωνος, ähnlich an Stimme, Philp. 18 (VI, 247), κερκίδες – χελιδόσιν.
-
3 εικελοφωνος
-
4 εἰκελόφωνος
εἰκελόφωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκελόφωνος
См. также в других словарях:
χελιδόσιν — χελῑδόσιν , χελιδών swallow fem dat pl (epic) χελῑδόσιν , χελιδών swallow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)