Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χεις

  • 41 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 42 опасение

    ουδ.
    φόβος, φοβία•

    вызвать προξενώ φόβο•

    смотреть с -ем κοιτάζω φοβισμένα.

    || ανησυχία για κάτι, δισταγμός•

    опасение половина спасения παρμ. φύλαγε τα ρούχα σου για νά χεις τα μισά.

    || αποφυγή, προφύλαξη.

    Большой русско-греческий словарь > опасение

  • 43 κιχά̄νω

    κιχά̄νω Ruijgh-VKr Mnem 22,1969
    Grammatical information: v.
    Meaning: `reach, get, hit, meet with' (Il.).
    Other forms: (ep.), Att. κιγχᾰ́νω, several aorists: a) athemat. ( ἐκίχην), - χεις, ( ἐ)κίχημεν, subj. κιχείω, opt. - χείην, inf. κιχήμεναι, - χῆναι, ptc. κιχείς, - χήμενος; b) themat. 3. sg. ἔκιχεν, 3. pl. ἔκιχον, subj. κίχω, κίχῃσι, inf. κιχεῖν, ptc. κιχών; c) sigmatic κιχήσατο, act. ptc. κιχήσας (B. 5, 148); d) Dor. ἔκιξε = ἤνεγκε (Simm. 26, 7), ἀπέκιξαν (Ar. Ach. 869; Boeot.), κίξαντες ἐλθόντες, πορευθέντες, κίξατο εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν H.; fut. κιχήσομαι
    Origin: IE [Indo-European] [418] *ǵʰeh₁- `leave, abandon'
    Etymology: From a reduplic. root-present *κί-χη-μι (like τί-θη-μι) in κί-χη-μεν, κι-χή-την a. o. ( ἐκίχεις like ἐτίθεις), which were seen as aorist when the new present κιξάνω arose. Innovations are themat. ἔκιχεν etc. and the sigmatic κιχήσατο with fut. κιχήσομαι (Il.); Dorian created a diff. σ-aorist in ἔκιξε. Als last member of the new systems arose after ἔφθην, φθήσομαι: φθάνω the present κιχάνω; κιγχάνω arose after λαμβάνω etc. Schwyzer 688 w. n. 5, 698; Chantraine Gramm. hom. 1, 300; 392; 415; 446. - To *κί-χη-μι from IE. *ǵhi-ǵhē-mi agree but for the redupl. vowel Skt. já-hā-ti `leave, abandon', Av. za-zāi-ti `let go' (cf. e. g. δί-δω-μι beside dá-dā-ti); XX [unknown](aind. Aor. a-hā-t wie ἔ-βη-ν, Fut. hā-sya-ti).XX [unknown] An unredupl. full grade present in the Germanic verb for `go' vor; OHG, OE gān, OIc. ; on the meaning cf. Skt. midd. jí-hī-te, 3. pl. jí-h- ate `go on, away' (with zero grade). Remote cognates are suggested in χάζομαι, χατέω, χήρα, χώρος; s. vv. Ruijgh en Van Krimpen, Mnemosyne XXII (1969) 113-136 find the meaning `abandon' in Myc. kekemena \/khekhemenā\/ `deserted (land)'. They think that the transition in meaning occurred in the sports, where a runner reaches and leaves = passes another. (LIV2 posits * gʷeh₁-, but there is no indication for a labio-velar.)
    Page in Frisk: 1,861-862

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κιχά̄νω

См. также в других словарях:

  • χεῖς — χάω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) χάω imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) χέω diffuse completely pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) χέω diffuse completely imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυαχεῖς — βαρυαχής bellowing masc/fem acc pl βαρυαχής bellowing masc/fem nom/voc pl (attic epic) βαρυᾱχεῖς , βαρυηχής deep voiced masc/fem acc pl (doric) βαρυᾱχεῖς , βαρυηχής deep voiced masc/fem nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) …   Wikipedia

  • αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • κατάρα — (Qattara). Τεκτονικό βύθισμα (30.000 τ. χλμ.) στη βόρεια Αφρική, 200 χλμ. Δ του Καΐρου και 50 χλμ. Ν του Ελ Αλαμέιν. Το βαθύτερο σημείο του, το οποίο αποτελείται από αλμυρά έλη, σωρούς ορυκτού άλατος και στρώματα άμμου, βρίσκεται 134 μ.… …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»