Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

χειρ-εργάτης

См. также в других словарях:

  • ακάματος — (I) η, ο (Α ἀκάματος, ον και ος, άτη, ον) 1. ακαταπόνητος, ακούραστος «ακάματος εργάτης τού καλού» 2. ο ακαμάτευτος* (Ι) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος «ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901) 2 …   Dictionary of Greek

  • αυτόχειρας — ο (AM αὐτόχειρ, [ ειρος]) [χειρ] αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια αρχ. 1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια 2. εργάτης, πρωτεργάτης 3. φονιάς, δολοφόνος 4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • χειρεργάτης — ὁ, Μ χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»