-
1 χειραγωγέω
A lead by the hand, τινα LXXJd.16.26 cod. A, Muson.Fr.15Ap.79H., Act.Ap.9.8, Plu.Cleom.38: generally, guide, direct,φρυκτώρια ἐς ἀσφαλεῖς καταγωγὰς τὰς ναῦς χ. Hdn.4.2.8
; χ. τούτῳ τὴν ἔξοδον will guide his exit, Procop.Gaz.p.158B.: metaph.,χ. τὴν εὕρεσιν μνήμῃ Plu.2.48b
;τὴν ψυχὴν ἐπί τι Max.
Tyr.10.6; also 'lead by the nose', cajole, Posidon.36J.: abs., Luc.Tim.32, Porph. Chr.30:—[voice] Pass., LXX To.11.16 cod. <*>,ὑπ' αὐτῶν τῶν πραγμάτων PPetr. 3p.22
(iii B.C.), cf. D.S.13.20;ἐπί τι Hdn.7.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειραγωγέω
-
2 χειραγώγημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειραγώγημα
-
3 χειραγωγία
χειρᾰγωγ-ία, ἡ, = foreg., BGU1768.11 (i B.C.), Longus 4.12, Sch.E.Or. 883, Suid.: metaph., πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως in order toGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειραγωγία
-
4 χειραγώγιμος
χειρᾰγώγ-ῐμος, ον,A liable to seizure, PLond.2.220 ii 21 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειραγώγιμος
-
5 χειραγωγός
χειρᾰγωγ-ός, όν,2 Subst., leader, guide,ἔχει.. χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127
; cf. Act.Ap.13.11, Plu.2.794d: τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib.98b;θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.Or.61.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειραγωγός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский