-
1 χειρό-κμητος
χειρό-κμητος, von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.
-
2 χειρόκμητος
χειρό-κμητος, ον,A wrought by hand,παραδείγματα Ti.Locr.94e
, cf. Arist.Cael. 287b16, Mete. 381a30;οἰκήματα Str.2.5.10
; χ. ὕδατα, = φρεατιαῖα, of artificial reservoirs, Arist.Mete. 353b25;χ. θεός Heraclit.Ep.4.2
; neut. pl. as title of work by [Democr.], Fr.300 (variously corrupted).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρόκμητος
-
3 χειρόκμητος
χειρό-κμητος, von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet -
4 χειροκμητος
См. также в других словарях:
θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] … Dictionary of Greek
πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… … Dictionary of Greek