-
1 χειροτεχνίτης
A = χειροτέχνης, Sch.rec.A.Pr. 893. [full] χειρό-τμημα, ατος, τό, in pl., f.l. for χειρόκμητα in Zos.Alch.pp.209,239B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτεχνίτης
См. также в других словарях:
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek