-
1 χειρό-μαντις
χειρό-μαντις, ὁ, ἡ, aus der Hand und den Linien derselben weissagend, Poll. 2, 152.
-
2 χειρόμαντις
χειρό-μαντις, ὁ, ἡ, aus der Hand und den Linien derselben weissagend
См. также в других словарях:
κοσκινόμαντις — κοσκινόμαντις, άντεως ή άντιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μαντεύει με το κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρό μαντις, χειρό μαντις)] … Dictionary of Greek