-
1 χειρόσοφος
χειρό-σοφος, geschickt oder gewandt mit den Händen, bes. gut gestikulierend, übh. = χειρονόμος, Pantomimus -
2 χειρί-σοφος
χειρί-σοφος, = χειρόσοφος, Luc. rhet. praec. 17 u. salt. 69 jetzt χειρόσ.
См. также в других словарях:
χειρόσοφος — και χειρίσοφος, ον, ΜΑ επιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σοφός] … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek