Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χειρόσοφος

См. также в других словарях:

  • χειρόσοφος — και χειρίσοφος, ον, ΜΑ επιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σοφός] …   Dictionary of Greek

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»