-
1 χειρο-ποίητος
χειρο-ποίητος, durch Menschenhände gemacht, künstlich; Her. 1, 195. 2, 149; Plat. Critia. 118 c; Ggstz ἀπὸ ταὐτομάτου, Thuc. 2, 77; Xen. An. 4, 3,5 u. Sp., wie Pol. 1, 75, 4 u. öfter; D. Hal.; auch adv., Pol. 10, 10, 12.
-
2 ἀ-χειρο-ποίητος
ἀ-χειρο-ποίητος, nicht mit Händen gemacht, N. T.
-
3 ἀ-χειρό-τευκτος
ἀ-χειρό-τευκτος, = -ποίητος, Sp.
-
4 χειροποίητος
χειρο-ποίητος, durch Menschenhände gemacht, künstlich -
5 ἀχειροποίητος
См. также в других словарях:
θεοποίητος — θεοποίητος, ον (AM) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο ποίητος, χειρο ποίητος] … Dictionary of Greek
ιπποποίητος — ἱπποποίητος, ον (Α) αυτός που προξενήθηκε από άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό) * + ποίητος (< ποιῶ), πρβλ. βου ποίητος, χειρο ποίητος] … Dictionary of Greek