-
1 χειρο-μυσής
χειρο-μυσής, ές, die Hände mit Blutschuld befleckend, φόνος Aesch. Ch. 70, nach Pors. Emend. für χαιρομυσής.
-
2 χειρομυσής
χειρο-μυσής, ές, die Hände mit Blutschuld befleckend
1 χειρο-μυσής
χειρο-μυσής, ές, die Hände mit Blutschuld befleckend, φόνος Aesch. Ch. 70, nach Pors. Emend. für χαιρομυσής.
2 χειρομυσής