-
1 χειρο-γάστωρ
χειρο-γάστωρ, ορος, der seinen Bauch mit den Händen füllt, d. i. Einer der sich von seiner Hände Arbeit nährt, Hecat. bei Poll. 1, 50. 7, 7.
-
2 ἐγ-χειρο-γάστωρ
ἐγ-χειρο-γάστωρ, ὁ, = γαστρόχειρ, VLL., Ath. I, 4 d.
-
3 χειρογάστωρ
χειρο-γάστωρ, ορος, der seinen Bauch mit den Händen füllt, = einer der sich von seiner Hände Arbeit nährt
См. также в других словарях:
νοογάστωρ — νοογάστωρ, ορος, ό και ἡ (Μ) αυτός που κάνει πνευματική εργασία, όπως είναι η σύνταξη συγγραμμάτων ή η συγγραφή ποιημάτων, και ζει από τα χρήματα που κερδίζει από την εργασία αυτή («νοογάστωρ ἐστίν, ὅς λογισμῷ συγγράμματα συντάττων, ἐξηγήσεις καὶ … Dictionary of Greek
υδρογάστωρ — ορός, ὁ, ἡ, Α ο υδρωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. χειρο γάστωρ] … Dictionary of Greek