-
1 χειρουργικός
[хирургикос] επ. хирургический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειρουργικός
-
2 хирургический
χειρουργικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хирургический
-
3 хирургический
-
4 оперативный
операти́вн||ыйприл1. мед. χειρουργικός:\оперативныйое вмешательство ἡ χειρουργική ἐπέμβασις·2. воен. ἐπιχειρησιακός, τῶν ἐπιχειρήσεων:\оперативныйая сводка δελτίον ἐπιχειρήσεων· \оперативный план τό σχέδιο ἐπιχειρήσεων3. (действенный) ζωντανός:\оперативныйое руководство ἡ ζωντανή καθοδήγηση. -
5 операционный
операцио́нн||ыйприл1. мед. χειρουργικός·2. воен. ἐπιχειρησιακός. -
6 хирургический
хирург||и́ческийприл χειρουργικός:\хирургическийи́ческое вмешательство ἡ χειρουργική ἐπέμβαση. -
7 оперативный
[απιρατίβνυΤ] εκ. (ιατρ.) χειρουργικός -
8 операционный
[απιρατσυόννυΐ] εκ. χειρουργικός -
9 хирургический
[χιρουργκίτσισκιϊ] εκ. χειρουργικός -
10 оперативный
[απιρατίβνυΤ] επ (ιατρ) χειρουργικός -
11 операционный
[απιρατσυόννυϊ] επ χειρουργικός -
12 хирургический
[χιρουργκίτσισκιϊ] επ χειρουργικός -
13 оперативный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. χειρουργικός•-ое вмешательство χειρουργική επέμβαση.
2. (στρατ.) των επιχειρήσεων•-ая сводка δελτίο επιχειρήσεων (ανακοινωθέν)•
-план σχέδιο επιχειρήσεων.
|| πρακτικός, της πρακτικής εφαρμογής•-ые органы τα όργανα της πρακτικής εφαρμογής.
3. δραστήριος•-ое руководство δραστήρια καθοδήγηση.
-
14 операционный
επ.1. χειρουργικός•-ое вмешательство χειρουργική επέμβαση•
операционный стол το χειρουργικό τραπέζι.
|| στρατ.επιχειρησιακός, της επιχείρησης.2. ουσ. θ. -ая το χειρουργείο. -
15 хирургический
επ.χειρουργικός•-ие инструменты χειρουργικά εργαλεία•
-ая операция η εγχείρηση•
-ое вмешательство χειρουργική επέμβαση.
См. также в других словарях:
χειρουργικός — of technical dexterity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… … Dictionary of Greek
χειρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειρούργο ή στη χειρούργηση: Έκαμε μια χειρουργική επέμβαση που πέτυχε απόλυτα. 2. το θηλ. ως ουσ., χειρουργική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρουργικῶν — χειρουργικός of technical dexterity fem gen pl χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικόν — χειρουργικός of technical dexterity masc acc sg χειρουργικός of technical dexterity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικαί — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικοί — χειρουργικός of technical dexterity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικοῦ — χειρουργικός of technical dexterity masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικῆς — χειρουργικός of technical dexterity fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικῇ — χειρουργικός of technical dexterity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργική — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)