-
1 χειροτονώ
χειροτονώ ρ. μετβ.(о епископе) рукополагать, совершать таинство рукоположенияЭтим.< дргр. χειροτονώ (-έω) «голосовать поднятием руки» < χείρα τείνειν «протягивать руку». Позже слово приобрело значение «назначать на должность, поставлять» -
2 χειροτονώ
χειροτονέωstretch out the hand: pres subj act 1st sg (attic epic doric)χειροτονέωstretch out the hand: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 χειροτονῶ
χειροτονέωstretch out the hand: pres subj act 1st sg (attic epic doric)χειροτονέωstretch out the hand: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 χειροτονώ
(ε) μετ.1) церк, рукополагать; 2) ирон. бить, избивать -
5 χειροτονώ
[хиротоно] р. посвящать в духовный сан.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειροτονώ
-
6 χειροτονώ
[хиротоно] ρ посвящать в духовный сан. -
7 χειροτονώ
ordainΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χειροτονώ
-
8 ordain
χειροτονώ -
9 посвятишь
-вящу, -вятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посвященный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. μυώ, πληροφορώ κρυφά.2. αφιερώνω•посвятишь всю жизнь искусству αφιερώνω όλη τη ζωή στην τέχνη•
посвятишь стихотворение погибшим за свободу Греции αφιερώνω το ποίημα στους πεσόντες για τη λευτεριά της Ελλάδας.
3. χειροτονώ•посвятишь в архимандриты, в епископы χειροτονώ σε αρχιμανδρίτη, σε επίσκοπο.
χειροτονούμαι•посвятишь из дьякона в священника χειροτονούμαι από διάκος σε παπά.
-
10 помазать
помазатьсов1. ἀλείφω, ἐπιχρίω, ἐπαλείφω:\помазать хлеб маслом ἀλείφω τό ψωμί μέ βούτυρο·2. ист. церк. μυρώνω, χειροτονώ. -
11 посвятить
посвятитьсов, посвящать несов1. ἀφιερώνω, ἀφιερῶ:\посвятить свою жизнь работе ἀφιερώνω ὅλη τήν ζωή μου στήν ἐργασία·2. (кому-л. книгу и т. п.) ἀφιερώνω·3. (в тайну) μυώ, μπάζω, είσάγω·4. (в сан) уст. χειροτονώ, ἀναγορεύω. -
12 προχειρίζω
προχειρίζω ρ. μετβ.рукополагать:προχειρίζω κάποιον επίσκοπο / ιερέα — рукополагать кого-то во епископа / иерея, см. χειροτονώ
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > προχειρίζω
-
13 ordain
[o:'dein](to make (someone) a priest, minister etc, usually by a church ceremony: He was ordained a priest.) χειροτονώ -
14 помазать
ρ.σ.μ.1. αλείφω, απαλείφω, χρίω•помазать хлеб с маслом αλείφω το ψωμί με βούτυρο.
|| μτφ. κατεξαντλώ, ξεπατώνω.2. (εκκλ.) μυρώνω, χρίω, χειροτονώ•помазать на царство χρίω βασιλιά.
1. αλείφομαι, χρίομαι.2. χειροτονούμαι.
См. также в других словарях:
χειροτονώ — χειροτονῶ, έω, ΝΜΑ εκκλ. διενεργώ χειροτονία νεοελλ. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τόν χειροτόνησε για τα καλά») μσν. αρχ. αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ. β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
χειροτονώ — χειροτονώ, χειροτόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειροτονώ — και χειροτονάω χειροτόνησα, χειροτονήθηκα, χειροτονημένος 1. προχειρίζω λαϊκό σε διάκονο ή κληρικό σε ανώτερο βαθμό. 2. ξυλοκοπώ: Αν σε πιάσω, θα σε χειροτονήσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτονῶ — χειροτονέω stretch out the hand pres subj act 1st sg (attic epic doric) χειροτονέω stretch out the hand pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
херотонисать — посвящать в священный сан , цслав. херотонисати (начиная с Вопросов Феогн., 1276 г.; см. Срезн. III, 1368). Из греч. χειροτονῶ – то же ( ис заимств. из греч. аор.); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 219 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… … Hofmann J. Lexicon universale
αναχειροτονώ — ἀναχειροτονῶ (Α) χειροτονώ για δεύτερη φορά η πράξη: αναχειροτόνησις και αναχειροτονία … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
κουρεύω — (Μ κουρεύω) [κουρεύς] 1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου 2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «άσ τον να κουρεύεται» μην τού δίνεις σημασία, μην τόν υπολογίζεις β) «άντε κουρέψου» ή… … Dictionary of Greek
νεκροχειροτόνητος — νεκροχειροτόνητος, ον (ΑΜ) αυτός που χειροτονήθηκε επίσκοπος ενώ ήταν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + χειροτονῶ πρβλ. αυτο χειροτόνητος, νεο χειροτόνητος] … Dictionary of Greek