-
1 χειροτονητος
3[adj. verb. к χειροτονέω См. χειροτονεω]1) избранный поднятием рук(ἀντιγραφεὺς τῇ πόλει Aeschin.; ἱερεύς Plut.)
2) выборный(ἀρχή Aeschin.)
-
2 αυτοχειροτονητος
-
3 αχειροτονητος
См. также в других словарях:
χειροτονητός — elected by show of hands masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονητός — ή, όν, ΜΑ [χειροτονῶ] αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν. β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων»,… … Dictionary of Greek
χειροτονητόν — χειροτονητός elected by show of hands masc acc sg χειροτονητός elected by show of hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονητοῖς — χειροτονητός elected by show of hands masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονητοί — χειροτονητός elected by show of hands masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονητούς — χειροτονητός elected by show of hands masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονητή — χειροτονητός elected by show of hands fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροχειροτόνητος — νεκροχειροτόνητος, ον (ΑΜ) αυτός που χειροτονήθηκε επίσκοπος ενώ ήταν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + χειροτονῶ πρβλ. αυτο χειροτόνητος, νεο χειροτόνητος] … Dictionary of Greek
χειροτονητῶν — χειροτονητής creator masc gen pl χειροτονητός elected by show of hands fem gen pl χειροτονητός elected by show of hands masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονητώς — Μ επίρρ. βλ. χειροτονητός … Dictionary of Greek
χειροτονηταῖς — χειροτονητής creator masc dat pl χειροτονητός elected by show of hands fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)