-
1 кустарный
χειροτεχνικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кустарный
-
2 кустарный
кустарный χειροτεχνικός, βιοτεχνικός· \кустарныйые изделия τα είδη χειροτεχνίας, τα χειροτεχνήματα* * *χειροτεχνικός, βιοτεχνικόςкуста́рные изде́лия — τα είδη χειροτεχνίας, τα χειροτεχνήματα
-
3 кустарный
кустар||ныйприл χειροτεχνικός, βιοτεχνικός:\кустарныйные изделия τά προϊόντα τής χειροτεχνίας· \кустарныйная работа а) τό χειροτέχνημα, б) перен пренебр. ἡ πρόχειρη δουλειά. -
4 мануфактурный
мануфактур||ныйприл1. эк., ист. χειροτεχνικός, τῆς χειροτεχνικής παραγωγῆς, τῆς μανιφατούρας:\мануфактурныйное производство ἡ χειροτεχνική παραγωγή·2. (об изделиях) τῆς μανιφατούρας:\мануфактурныйные изделия τά χειροτεχνήματα· \мануфактурныйный магазин τό ὑφασματοπωλεῖο, τό κατάστημα μανιφατούρας. -
5 ремесленный
ремесленн||ыйприл χειροτεχνικός, βιοτεχνικός:\ремесленныйая мастерская τό ἐργαστήριο τεχνίτη· \ремесленныйая работа перен ἡ κακότεχνη δουλειά· \ремесленныйое училище ἡ ἐπαγγελματική σχολή. -
6 мануфактурный
[μανουφακιούρνυϊ] εκ. χειροτεχνικός -
7 ремесленный
[ριμιέσλιννυΐ] εκ. χειροτεχνικός -
8 мануфактурный
[μανουφακιούρνυϊ] επ χειροτεχνικός -
9 ремесленный
[ριμιέσλιννυϊ] επ χειροτεχνικός -
10 мануфактура
-ы θ.1. χειροτεχνία, χειροτεχνικός τρόπος παραγωγής, μανιφατούρα.2. πλθ. -ы υφάσματα•купить -ы αγοράζω υφάσματα.
-
11 мануфактурный
επ.της χειροτεχνίας, της μανιφατούρας• χειροτεχνικός•-ое производство παραγωγή χειροτεχνικών προϊόντων - магазин μαγαζί χειροποίητων προϊόντων.
См. также в других словарях:
χειροτεχνικός — skilful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικός — ή, ό / χειροτεχνικός, ή, όν, ΝΑ [χειροτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο») νεοελλ. μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές,… … Dictionary of Greek
χειροτεχνικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροτεχνία ή στο χειροτέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτεχνικῶν — χειροτεχνικός skilful fem gen pl χειροτεχνικός skilful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικαῖς — χειροτεχνικός skilful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικαί — χειροτεχνικός skilful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικωτάτους — χειροτεχνικός skilful masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικῆς — χειροτεχνικός skilful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικῶς — χειροτεχνικός skilful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικώς — Α επίρρ. βλ. χειροτεχνικός … Dictionary of Greek