Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χειροτεχνικός

См. также в других словарях:

  • χειροτεχνικός — skilful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικός — ή, ό / χειροτεχνικός, ή, όν, ΝΑ [χειροτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο») νεοελλ. μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές,… …   Dictionary of Greek

  • χειροτεχνικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροτεχνία ή στο χειροτέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροτεχνικῶν — χειροτεχνικός skilful fem gen pl χειροτεχνικός skilful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικαῖς — χειροτεχνικός skilful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικαί — χειροτεχνικός skilful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικωτάτους — χειροτεχνικός skilful masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικῆς — χειροτεχνικός skilful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικῶς — χειροτεχνικός skilful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνικώς — Α επίρρ. βλ. χειροτεχνικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»