-
1 χειρονομία
χειρονομίᾱ, χειρονομίαshadow-boxing: fem nom /voc /acc dualχειρονομίᾱ, χειρονομίαshadow-boxing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————χειρονομίαι, χειρονομίαshadow-boxing: fem nom /voc plχειρονομίᾱͅ, χειρονομίαshadow-boxing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 χειρονομίᾳ
Βλ. λ. χειρονομία -
3 χειρονομία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 3 Mc 1,5scuffle, hand-to-hand encounter -
4 χειρονομία
χειρονομ-ία, ἡ,A shadow-boxing, Hp.Vict.2.64, Antyll. ap. Orib.6.30.1, Gal.6.324(pl.), etc.II pantomimic movement, gesticulation, Ath. 14.631c, Plu.2.997c, Luc.Salt.78, Plot.5.9.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρονομία
-
5 χειρονομία
gestureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χειρονομία
-
6 χειρονομίας
χειρονομίᾱς, χειρονομίαshadow-boxing: fem acc plχειρονομίᾱς, χειρονομίαshadow-boxing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 χειρονομίαι
χειρονομίαshadow-boxing: fem nom /voc plχειρονομίᾱͅ, χειρονομίαshadow-boxing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 χειρονομίαν
χειρονομίᾱν, χειρονομίαshadow-boxing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 χειρονομίη
χειρονομίαshadow-boxing: fem nom /voc sg (epic ionic)——————χειρονομίαshadow-boxing: fem dat sg (epic ionic) -
10 χειρονομίαις
χειρονομίαshadow-boxing: fem dat pl -
11 κατασυστάδην
κατασυστάδην, Adv.,A = συστάδην, ἡ κ. χειρονομία Hld.9.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασυστάδην
См. также в других словарях:
χειρονομία — χειρονομίᾱ , χειρονομία shadow boxing fem nom/voc/acc dual χειρονομίᾱ , χειρονομία shadow boxing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρονομία — η, ΝΜΑ [χειρονόμος] νεοελλ. μσν. τρόπος διεύθυνσης εκκλησιαστικής χορωδίας με κινήσεις τού δεξιού χεριού ή τών δαχτύλων τού χοράρχη νεοελλ. 1. αυτόματη, μηχανική κίνηση τών χεριών που γίνεται κατά την ομιλία («μιλούσε με ζωηρές χειρονομίες») 2.… … Dictionary of Greek
χειρονομίᾳ — χειρονομίαι , χειρονομία shadow boxing fem nom/voc pl χειρονομίᾱͅ , χειρονομία shadow boxing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρονομία — η 1. κίνηση των χεριών που συνοδεύει αυτόματα την ομιλία. 2. συνθηματική κίνηση των χεριών με ορισμένη σημασία. 3. πείραγμα με το χέρι: Να μη μου ξανακάνεις χειρονομίες. 4. αξιέπαινη πράξη: Αυτό που έκανες ήταν ευγενική χειρονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρονομίας — χειρονομίᾱς , χειρονομία shadow boxing fem acc pl χειρονομίᾱς , χειρονομία shadow boxing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρονομίαι — χειρονομία shadow boxing fem nom/voc pl χειρονομίᾱͅ , χειρονομία shadow boxing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρονομίαν — χειρονομίᾱν , χειρονομία shadow boxing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хирономия — (Χειρονομία) у древних греков, в мимическом искусстве и атлетике, ритмическое, сообразованное с требованиями изящества, гармонии и красоты, движение кистей и рук. В танцах X. противополагалась движению ног (это последнее выражалось глаголом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Хейрономия — • Χειρονομία, мимическое движение или представление, особенно действие рук в греческой орхестике; кроме того, в палестре, род упражнений в борьбе без противника (σκιομαχία), причем боец новичок изучал наилучшие положения и движения… … Реальный словарь классических древностей
χειρονομίαις — χειρονομία shadow boxing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρονομίη — χειρονομία shadow boxing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)