Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χειρογράφος

См. также в других словарях:

  • χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… …   Dictionary of Greek

  • χειρογράφος — ὁ, Α γραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γραφος*. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • χειρόγραφος — η, ο 1. ο γραμμένος με το χέρι: Η επιστολή ήταν χειρόγραφη. 2. το ουδ. ως ουσ., χειρόγραφο καθετί που είναι γραμμένο με το χέρι (σε αντίθεση με το έντυπο): Το κείμενο αυτό σώζεται σε πέντε χειρόγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρόγραφον — written with the hand neut nom/voc/acc sg χειρόγραφος written with the hand masc/fem acc sg χειρόγραφος written with the hand neut nom/voc/acc sg χειρόγραφος written with the hand masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειρογράφοις — χειρόγραφον written with the hand neut dat pl χειρόγραφος written with the hand masc/fem/neut dat pl χειρόγραφος written with the hand masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρογράφου — χειρόγραφον written with the hand neut gen sg χειρόγραφος written with the hand masc/fem/neut gen sg χειρόγραφος written with the hand masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρογράφων — χειρόγραφον written with the hand neut gen pl χειρόγραφος written with the hand masc/fem/neut gen pl χειρόγραφος written with the hand masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρογράφῳ — χειρόγραφον written with the hand neut dat sg χειρόγραφος written with the hand masc/fem/neut dat sg χειρόγραφος written with the hand masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • εγχειρογράφος — ο χειρόγραφος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»