-
1 χειροβολεω
-
2 χειροβολέω
A throw the arms about, Id.Lex.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροβολέω
-
3 χειροβολέω
-
4 εχειροβόλει
-
5 ἐχειροβόλει
См. также в других словарях:
ἐχειροβόλει — χειροβολέω throw the arms about imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)