-
1 χειρισμός
χειρισμός, ὁ, Behandlung mit der Hand, Handhabung, Verwaltung; τῆς διακονίας Ath. X, 439 c; τῶν πραγμάτων Pol. 5, 26, 4 u. öfter; καὶ ἡ οἰκονομία 5, 31, 7; auch von der Behandlung des Stoffs, 15, 34, 3 u. sonst. – Wundärztliche Operation, Hippocr. u. sp. Medic.
-
2 χειρισμος
ὅ1) руководство, управлениеὁ χ. τῆς τύχης Polyb. — стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы);
ὅ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. — управление государством2) совершение, осуществлениеὁ χ. τῆς χάριτος Polyb. — оказывание услуги
3) составление, изложениеτούτῳ χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. — изложить что-л. следующим образом
-
3 χειρισμός
χειρισμόςhandling: masc nom sg -
4 χειρισμός
χειρισμός, ὁ, Behandlung mit der Hand, Handhabung, Verwaltung; auch von der Behandlung des Stoffs. Wundärztliche Operation -
5 χειρισμός
ο1) умгние обращаться (с чём-л.); владение (чём-л.); умение применять (что-л.); управление (машиной и т. п.); 2) манипуляция (чём-л.); 3) ведение (дел и т. п.); руководство (чём-л.); 4) изложение, пересказ -
6 χειρισμός
[хиризмос] ουσ α применение, обращение, обхождение. -
7 χειρισμός
χειρ-ισμός, ὁ,A handling, manipulation, treatment, esp. in surgery, Hp.Off.3, Paul.Aeg.6.122.2 management, handling, τῆς τύχης by fortune, Plb.1.4.1; τῶν πραγμάτων of business, 5.26.4;ὁ κατὰ μέρος χ. 2.35.3
;ὁ χ. τῆς χάριτος
exercise,31.28.11
; execution,6.12.3
: abs., 1.28.4; of literary or rhetorical treatment, D.S.5.1, Phld.Rh.1.371S.3 esp. of financial administration, Schwyzer631.11 (Milet., ii B.C.), Rev.Arch.1925(22).62 ([place name] Callatis), POxy.2125.3 (iii A.D.); department, PTeb.758.14 (ii B.C.), Wilcken Chr.432.13 (ii A.D.), 170.27 (iii A.D.).4 pl., administrative posts, Vett.Val.39.12.5 inventory, register of property, Wilcken Chr.71.11 (pl.), 91.14 (both ii A.D.).b guild, corporation,τῶν κυβερνητῶν PGiss.11.11
(ii A.D.), cf. PPetr.3p.206, al. (iii B.C., abbrev.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρισμός
-
8 χειρισμός
kullanma, kullanılma -
9 χειρισμός
manipulationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χειρισμός
-
10 μετα-χειρισμός
μετα-χειρισμός, ὁ, = Vorigem, Sp.
-
11 δια-χειρισμός
δια-χειρισμός, ὁ, dasselbe, Hippocr.
-
12 χειρισμούς
χειρισμόςhandling: masc acc pl -
13 χειρισμόν
χειρισμόςhandling: masc acc sg -
14 χείρισις
χείρισις, ἡ, = χειρισμός (?).
-
15 ἀκρο-χείρισις
ἀκρο-χείρισις, εως, ἡ, Hippocr., = ἀκρο-χειρισμός, ὁ, das Ringen mit den Händen, ib.
-
16 ἐγ-χείρισις
ἐγ-χείρισις, ἡ, u. ἐγ-χειρισμός, ὁ, das Einhändigen, VLL.
-
17 χειρισμοίς
-
18 χειρισμοῖς
-
19 χειρισμού
-
20 χειρισμοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειρισμός — handling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμός — ο, ΝΑ [χειρίζω / ομαι] 1. η ενέργεια που γίνεται με τα χέρια 2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς κάτι, ο τρόπος χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «χειρισμός τής μηχανής» β. «οι χειρισμοί τού υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῑς ἐντυγχάνουσι… … Dictionary of Greek
χειρισμός — ο η ενέργεια του χειρίζομαι, τρόπος κατά τον οποίο χειριζόμαστε κάτι: Γνωρίζει άριστα το χειρισμό του όπλου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρισμοῖς — χειρισμός handling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμοῦ — χειρισμός handling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμούς — χειρισμός handling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμῶν — χειρισμός handling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμῷ — χειρισμός handling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμόν — χειρισμός handling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
δασοκομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη δασοκομία 2. φρ. «δασοκομικός χειρισμός» ο καλλιεργητικός χειρισμός τών δασοσυστάδων σύμφωνα με τους κανόνες τής δασοκομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek