-
1 χειμωνο-τύπος
χειμωνο-τύπος, mit Sturmwind schlagend, peitschend, λαῖλαψ Aesch. Suppl. 35.
-
2 χειμωνοτύπος
χειμωνο-τύπος, mit Sturmwind schlagend, peitschend
См. также в других словарях:
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek