-
1 χειμερινος
31) зимний(μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.)
πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. — обращенный к зимнему солнцу, т.е. на юг;περὴ τροπὰς χειμερινάς Luc. — во время зимнего солнцестояния;χ. ὄνειρος Luc. — сон в зимнюю ночь2) холодный, суровый(χωρίον Thuc.). - см. тж. χειμερινά и χειμερινή
-
2 χειμερινός
χειμερινός, = χειμέριος, was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia. 112 b; τὰ χειμερινά, die Winterzeit, Legg. III, 683 c; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται ϑερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά XI, 915 d; μῆνες χειμερινοί Thuc. 6, 21; auch χωρίον, 2, 70; ἥλιος Xen. Mem. 3, 8,9; Sp., ἀνατολαί Pol. 5, 22, 3, ὄμβροι 9, 43, 5, τροπαί 3, 72, 3 u. öfter, wie περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. deor. concil. 15.
-
3 χειμερινός
χειμερινόςof: masc nom sg -
4 χειμερινός
χειμερινός, was zur Winterzeit geschieht; τὰ χειμερινά, die Winterzeit -
5 χειμερινός
χειμερινός, ή, όν (Hdt. et al.; ins, pap, LXX, En 17:7; Philo) pert. to winter, winter καιροὶ χειμερινοί winter seasons 1 Cl 20:9 (Diod S 14, 100, 5; 15, 65, 2 χειμερινὴ ὥρα=winter season).—DELG s.v. χεῖμα. -
6 χειμερινός
-
7 χειμερινός
3 зимний -
8 χειμερινός
-ή,-όν + A 0-0-2-2-1=5 Jer 43(36),22; Zech 10,1; Prv 27,15; Ezr 10,13; 1 Ezr 9,11pertaining to winter, winter- -
9 χειμερινός
[химэринос] επ зимний. -
10 χειμερινός
A of or in winter, opp.θερινός, χ. τροπαί Democr.14
,etc.;χ. μῆνες Th.6.21
;πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193
, cf. X.Mem.3.8.9;χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.
Aër.3, cf. Arist.Mete. 364b3;ὄμβροι Plb. 9.43.5
;συσσίτια χ. Pl.Criti. 112b
; δεξαμεναί ib. 117b;πυρετός Hp. Acut.
(Sp.) 24;νόσοι Gal.17(1).734
;ἀργυρώματα Ath.6.230d
;μάχη D.18.216
; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr. 893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην ) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ([place name] Cos); τὰ χ. Pl.Lg. 683c, 915d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμερινός
-
11 χειμερινός
hivernal -
12 δυς-χειμερινός
δυς-χειμερινός, = folgdm, Theophr.
-
13 χειμερινά
χειμερινόςof: neut nom /voc /acc plχειμερινά̱, χειμερινόςof: fem nom /voc /acc dualχειμερινά̱, χειμερινόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 χειμερινόν
χειμερινόςof: masc acc sgχειμερινόςof: neut nom /voc /acc sg -
15 χειμεριναί
χειμερινόςof: fem nom /voc pl -
16 χειμερινοί
χειμερινόςof: masc nom /voc pl -
17 χειμερινούς
χειμερινόςof: masc acc pl -
18 χειμερινέων
χειμερινόςof: masc /fem gen pl (epic ionic) -
19 χειμερινή
χειμερινόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
20 χειμερινήν
χειμερινόςof: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
χειμερινός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… … Dictionary of Greek
χειμερινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειμώνα, χειμωνιάτικος: Κάνει χειμερινό κρύο. 2. κατάλληλος για το χειμώνα: Έβαλε χειμερινά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμερινά — χειμερινός of neut nom/voc/acc pl χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc/acc dual χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινῶν — χειμερινός of fem gen pl χειμερινός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινόν — χειμερινός of masc acc sg χειμερινός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναῖς — χειμερινός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναί — χειμερινός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῖς — χειμερινός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοί — χειμερινός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῦ — χειμερινός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)