-
1 Χείμαρροι
Χείμαρροςwinter-flowing: masc nom /voc pl -
2 χειμάρροι
χειμάρρουςmasc /fem nom /voc pl -
3 χείμαρροι
χείμαρροςwinter-flowing: masc /fem nom /voc plχειμάρρουςmasc /fem nom /voc pl -
4 χειμάρροος
χειμάρροος, ον, [var] contr. [suff] χείμ-ρρους, ουν, and shortened [full] χείμαρρος, ον: ([etym.] χεῖμα, ῥέω):—A winter-flowing, swollen by rain and melted snow, of mountain-streams,I joined with ποταμός, ὅν τε [the stone]ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Il.13.138
;ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν 11.493
: freq. in contracted forms, ; ;χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Hdt.3.81
, cf. Thgn.348;παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις S.Ant. 712
; (troch.);διὰ χειμάρρου νάπης Id.Ba. 1093
;χαράδρα χ. Plb.10.30.2
.2 πλεκτάνη χειμάρροος seems to be rushing, furious lightning A.Fr. 281.II Subst., torrent, Pl. Lg. 736b, X.HG4.4.7; .2 simply, river, LXX Nu.34.5.3 drain, gutter,οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. D.55.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμάρροος
-
5 ἐγ-χάραγμα
ἐγ-χάραγμα, τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ πεδίον Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.
-
6 κρουνός
κρουν-ός, ὁ,A spring, well head, whence streams ([etym.] πηγαί) issue, Il.22.147, 208;χείμαρροι ποταμοὶ.. κρουνῶν ἐκ μεγάλων 4.454
, cf. Pi.O.13.63, Men. 530.22, PLond.3.1177.290 (ii A. D.), etc.;κρουνοὶ κρηναίου ποτοῦ S. Tr.14
.2 metaph.,κ. αἵματος E.Rh. 790
, cf. Hec. 568; κρουνοὶ Ἁφαίστοιο streams of lava from Etna, Pi.P.1.25; of streaming perspiration, Hp.Aph.7.85, Lib.Ep.316.3: metaph., torrent of words,θαρρῶν τὸν κ. ἀφίει Ar.Ra. 1005
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουνός
См. также в других словарях:
χειμάρροι — χειμάρρους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χείμαρροι — Χείμαρρος winter flowing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείμαρροι — χείμαρρος winter flowing masc/fem nom/voc pl χειμάρρους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek
Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… … Dictionary of Greek
ГРЕЦИЯ — • Graecĭa, η̉ Έλλάς, граничит на северо западе с греческой Иллирией, на севере с Македонией, а на остальных трех сторонах образует границу, моря на западе Ионийское, на юге и востоке Эгейское. Она разделяется по географическому… … Реальный словарь классических древностей
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
ζάγρος — (Zagros). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή 4.432 μ.) της δυτικής Ασίας, που ορίζει από τα Δ και τα Ν το ιρανικό οροπέδιο. Εκτείνεται από την Αρμενία έως το Βελουχιστάν και δεσπόζει του βαθυπέδου της Μεσοποταμίας, του Περσικού κόλπου και του… … Dictionary of Greek
θαμβώ — (I) θαμβῶ, έω (Α) [θάμβος] 1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.) 2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, η, ον… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek