-
1 χείρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χείρωμα
-
2 χείρωμ'
χείρωμα, χείρωμαthat which is subdued: neut nom /voc /acc sg -
3 χειρώματα
χείρωμαthat which is subdued: neut nom /voc /acc pl -
4 χειρώματι
χείρωμαthat which is subdued: neut dat sg -
5 χειρώματος
χείρωμαthat which is subdued: neut gen sg -
6 δυσχείρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσχείρωμα
-
7 εὐμαρής
εὐμαρ-ής, ές,A easy, convenient, most commonly of things,εὐμάρεα προλέξαις Alc.Supp.22.7
; εὐ. χείρωμα an easy prey, A.Ag. 1326;δυστυχούντων γ' εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Id.Supp. 339
;ἔνθεσις Pherecr.108.6
: [comp] Comp., Ph.1.19, Ascl.Tact.7.3; εὔμαρές [ἐστι] c.inf., ' tis easy, Sapph.Supp.5.5, Thgn.845, Simon.125.5, Pi.P.3.115, N.3.21, E.Alc. 492; so ἐν εὐμαρεῖ [ἐστι] Id.IA 969, Hel. 1227, Fr. 382.10; [Ἡράκλειαν] ἐξ εὐμαροῦς ἔλαβεν Phleg.Mir.3
.2 rarely of persons, bringing ease,χρόνος γὰρ εὐ. θεός S.El. 179
(lyr.); gentle, Aret.SD1.6: [comp] Comp. - έστερος more 'in touch', Hp.Decent.13.II Adv. - ρῶς, poet.- ρέως, easily, readily,πείθομαι B.5.195
, cf. A.Fr. 366, Pl.Criti. 113e, Lg. 706b, Luc.Am.53, Sor.1.33, etc.;τλήσεται εὐ. AP5.245
(Paul. Sil.): [comp] Comp. - έστερον Trag.Adesp.383, Hdn.8.7.6: [comp] Sup. - έστατα Ph.2.419;εὐμαρέως τοι χρῆμα θεοὶ δόσαν οὔτε τι δειλὸν οὔτ' ἀγαθόν Thgn.463
. (From μάρη = χείρ (cf. εὐχερής) Sch.Il.15.137.) [[pron. full] ᾰ, for καταφαγῆμεν εὐμᾰρέα shd. be read in Epich.42.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμαρής
-
8 θανάσιμος
A deadly, fatal, Hp.Aph.2.1, Pl.R. 610e, etc.; ; ; ; ; , Ph.Bel.103.31, cf. Metrod.53, etc.; θηρία θ., of poisonous reptiles, Plb.1.56.4: θανάσιμα, τά, poisons, Ev.Marc. 16.18, Dsc.4.108, Gal.14.154. Adv. -μως, τύπτειν to strike with deadly blow, Antipho 4.3.4: neut. pl. as Adv.,ἀσπίδες -μα δάκνουσαι D.S.1.87
.2 belonging to death, θ. αἷμα the life-blood, A. Ag. 1019 (lyr.); μέλψασα θ. γόον having sung her death-song, ib. 1445;θ. ἐκπνοαί E.Hipp. 1438
.II of persons, near death, S.Ph. 819;θ. ἤδη ὄντα Pl.R. 408b
; liable to the death-penalty, Abh.Berl.Akad. 1925(5).21 ([place name] Cyrene).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανάσιμος
См. также в других словарях:
χείρωμα — τὸ, Α [χειρῶ (II)] 1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.) 2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.) 3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
χείρωμ' — χείρωμα , χείρωμα that which is subdued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώματα — χείρωμα that which is subdued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώματι — χείρωμα that which is subdued neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώματος — χείρωμα that which is subdued neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek