-
121 χέρες
χείρb.fem nom pl -
122 χειραψία
A violence offered, rough handling, Sammelb.6152.13 (i B.C.).II as a term of wrestling, clasping of one's antagonist so as to throw him (cf.ἅμμα 1.5
), Plu.2.234d.III gentle friction, massage, Cael.Aur. TP1.4; gentle treatment, in operations, Heliod. ap. Orib.50.47.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειραψία
-
123 χειρεκμαγεῖον
χειρ-εκμᾰγεῖον, τό,A = χειρόμακτρον, Sotacusap.Apollon.Mir.36, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρεκμαγεῖον
-
124 χειρεργάτης
A one who works by hand, Tz.H.10.779.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρεργάτης
-
125 χειρητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρητής
-
126 χειρίζω
Aχειριξοῦντι Rev.Arch.1925(22).62
([place name] Callatis), part.χειριξοῦντας IG9(1).694.44
(Corc., ii B.C.): [tense] pf.κεχείρικα PTeb. 76.3
(ii B.C.):—handle, manipulate, of a surgeon, Sor.Vit.Hippocr. 12:—[voice] Pass., Hp.Off.3, al., Sor.Fasc.7.II manage, administer, esp. of public funds, Plb.1.20.4, 1.75.1, al.; πρόσοδον PTeb.l.c.;χρήματα Tab.Defix.96.17
(iii B.C.); ἀργύριον IG l.c.; τὴν ζυτηράν Wilcken Chr.272.11 (ii A.D.).2 generally, handle,λόγους S.E.M.7.443
; control, manage,ὀργὰς καὶ πάθη Phld.Rh.2.263S.
3 [voice] Med., nominate, appoint, POxy.59.14 (iii A.D.):—[voice] Pass., ib.1029.5 (ii A.D.): metaph., γενέσει χειρισθεὶς ἀπέθανες as appointed by your nativity, Supp.Epigr.7.904 ([place name] Gerasa).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρίζω
-
127 χειρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρικός
-
128 χείριξις
A = χειρισμός 1, Hp.Fract.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χείριξις
См. также в других словарях:
χείρ — b. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χεῖρ' — χεῖρα , χείρ b. fem acc sg χεῖρε , χείρ b. fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρ' — χειρί , χείρ b. fem dat sg χειρά , χειράς chap fem voc sg χειρί , χειρίς a covering for the hand fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. — χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. См. Трудовая денежка мозольная … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χεὶρ χεῖρα νίπτει. — χεὶρ χεῖρα νίπτει. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μαύρη Χειρ — Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας… … Dictionary of Greek