-
1 χαχανίζω
αμετ. хохотать, громко смеяться -
2 χαχανίζω
[хаханизо] р. хохотатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαχανίζω
-
3 χαχανίζω
[хаханизо] ρ хохотать. -
4 χαχανίζω
kahkahayla gülmek -
5 хохотать
-
6 гоготать
гогота||тьнесов1. (о гусях) κακαρίζω·2. (громко смеяться) разг χαχανίζω, σκάζω ἀπ' τά γέλια. -
7 захихикать
захихикатьсов разг ἀρχίζω νά χαχανίζω. -
8 захохотать
захохотатьсов βάζω τά γέλια, ἀρχίζω νά χαχανίζω. -
9 ржать
ржатьнесов1. χρεμετίζω, χλιμιντρίζω·2. (громко смеяться) груб. χαχανίζω. ржешь, ржет и т. д. наст. вр. от -
10 хохотать
хохот||атьнесов χαχανίζω, γελῶ, ξεκαρδίζομαι:\хохотатьέ"π> до слез γελῶ μέχρι δακρύων, ξεκαρδίζομαι. -
11 giggle
-
12 snigger
-
13 titter
-
14 захихикать
[ζαχιχίκατ'] ρ. αρχίζω να χαχανίζω -
15 хохотать
[χαχατάτ*] ρ. χαχανίζω, γελώ -
16 захихикать
[ζαχιχίκατ'] ρ αρχίζω να χαχανίζω -
17 хохотать
[χαχατάτ'] ρ χαχανίζω, γελώ -
18 захихикать
ρ.σ. αρχίζω να χαχανίζω. -
19 захохотать
-хохочу, -хохочешьρ.σ. αρχίζω να χαχανίζω. -
20 нахохотаться
-хохочусь, -хохочешьсяρ.σ. χαχανίζω πολύ, χασκογελώ, καγχάζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαχανίζω — χαχανίζω, χαχάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαχανίζω — και χαχλανίζω Ν [χάχανο] 1. γελώ ηχηρά και παρατεταμένα 2. καγχάζω … Dictionary of Greek
χαχανίζω — χαχάνισα, γελώ με θόρυβο, χασκογελώ: Τι χαχανίζεις όλη την ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακανογελώ — χαχανίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Επιτατικό σύνθ. κάκανο + γελώ] … Dictionary of Greek
χαχάνισμα — το, Ν [χαχανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαχανίζω, ηχηρό και παρατεταμένο γέλιο 2. καγχασμός … Dictionary of Greek
κάκανο — το χάχανο, ηχηρό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τον ήχο τού γέλιου κα κα κα (πρβλ. χαχανίζω)] … Dictionary of Greek
καγχάζω — (Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω) 1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω 2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ] … Dictionary of Greek
κακανίζω — (Μ κακανίζω) [κάκανο] χαχανίζω … Dictionary of Greek
κιχλίζω — (Α, Μ κιχλάζω) 1. χασκογελώ, χαχανίζω («πολλαὶ συμπαίσδειν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται, κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι», Θεόκρ.) 2. τρώω τσίχλες, καλοτρώω, καλοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίχλα] … Dictionary of Greek
χασκαρίζω — Ν χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω, κατά τα ρ. σε αρίζω (πρβλ. κακαρίζω)] … Dictionary of Greek
χασκογελώ — και χασκογελάω Ν 1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο 2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. τής μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek