Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χαυν-όω

См. также в других словарях:

  • θαλάμαξ — θαλάμαξ, ό (Α) θαλαμίτης, κωπηλάτης τής χαμηλότερης σειράς τών εδωλίων τής τριήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. αξ* (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] …   Dictionary of Greek

  • τρύφαξ — ακος, ὁ, Α τρυφηλός, μαλθακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] …   Dictionary of Greek

  • χάσκακας — ο / χάσκαξ, ακος, ΝΜ (σκωπτ.) αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό ενώ παρακολουθεί κάτι, ανόητος, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασκ άζω + επίθημα αξ (πρβλ. σύρφ αξ, χαύν αξ). Το επίθημα αξ προσδίδει στη λ. μειωτική σημ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»