-
1 χαυνόω
A make flaccid, relax:—[voice] Pass., to lecome so, Heliod. ap.Orib.46.22.1, Ael.NA12.17;ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Gp.5.2.2
.b [voice] Pass., of inflammation, subside, Alex.Trall.3.3.2 χαυνοῦσα (codd.Ath.) is f.l. for χανοῦσα, opening the mouth in kissing, in Ephipp.6.5.II metaph., puff up, fill with conceit, E.Andr. 931, Pl.Ly. 210e:—[voice] Pass., become vain, Arist.VV 1251b18, Plb.6.57.7;ταῖς πράξεσι Phld.Hom.p.55
O.;ἐπὶ τούτοις Plu.Caes. 29
;ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Babr.95.36
;κόραξ ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη Id.77.8
;ὑπὸ τῆς δυνάμεως D.C.Fr.49.3
.2 relax, weaken,εἰρήνη χ. τὴν πολιτείαν Lyd.Mag.3.51
:—[voice] Pass., of character, Heliod. in EN149.13. -
2 χαύνωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαύνωμα
-
3 χαύνωσις
3 relaxation, relief, Alex.Trall.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαύνωσις
-
4 χαυνωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαυνωτικός
См. также в других словарях:
θαλάμαξ — θαλάμαξ, ό (Α) θαλαμίτης, κωπηλάτης τής χαμηλότερης σειράς τών εδωλίων τής τριήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. αξ* (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] … Dictionary of Greek
τρύφαξ — ακος, ὁ, Α τρυφηλός, μαλθακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] … Dictionary of Greek
χάσκακας — ο / χάσκαξ, ακος, ΝΜ (σκωπτ.) αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό ενώ παρακολουθεί κάτι, ανόητος, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασκ άζω + επίθημα αξ (πρβλ. σύρφ αξ, χαύν αξ). Το επίθημα αξ προσδίδει στη λ. μειωτική σημ.] … Dictionary of Greek