-
1 χασμωδες
τό состояние зевоты, сонливость, вялость Plut. -
2 χασμώδες
-
3 χασμῶδες
См. также в других словарях:
χασμῶδες — χασμώδης always yawning masc/fem voc sg χασμώδης always yawning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασμώδης — ῶδες, Α [χάσμη] 1. αυτός που χασμουριέται διαρκώς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χασμῶδες α) συνεχές χασμουρητό β) διαρκής νωθρότητα 3. φρ. «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων» γραμμ. χασμωδία (Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek