Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χαρτῶν

См. также в других словарях:

  • χάρτων — ωνος, ο, Ν (παλαιός, μη εν χρήσει τ.) το χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγιος τ. αντί τής λ. χαρτόνι*. Η. λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Χαρτῶν — Χάρτης papyrus masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρτῶν — χάρτη fem gen pl χάρτης papyrus masc gen pl χαρτός causing delight fem gen pl χαρτός causing delight masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… …   Dictionary of Greek

  • άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • ορθοστερεόμετρο — το (φωτογραμμ.) αναλογικό όργανο μηχανικής προβολής τών χαρτών που χρησιμοποιείται στη φωτογραμετρία για τη σύνταξη αεροτοπογραφικών χαρτών μικρής κλίμακας …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Коррес, Манолис — Манолис Коррес (греч. Μανώλης Κορρές)  греческий архитектор, профессор архитектуры и градостроительства Афинского национального технического университета, руководитель реставрационных работ на Афинском акрополе на современном этапе. Манолис… …   Википедия

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»