-
1 χαροποιώ
(ε) μετ. веселить, радовать; быть приятным -
2 χαροποιώ
[харопио] р. радовать, веселить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαροποιώ
-
3 χαροποιώ
[харопио] ρ радовать, веселить. -
4 радовать
-
5 радовать
рад||оватьнесов κάνω κάποιον νά χαρεί, χαροποιώ, προξενώ χαρά, καλο-καρδίζω:\радовать глаз χαίρεται τό μάτι νά...· нас \радоватьуют твой успехи μας προξενούν χαρά οἱ ἐπιτυχίες σου· \радоватького́-л. χαροποιώ κάποιον. -
6 утешать
утешатьнесов1. (успокаивать) παρηγορώ:\утешать ребенка παρηγορώ τό παιδάκι·2. (радовать) προξενώ χαρά, χαροποιώ. -
7 gladden
verb (to make glad: The news gladdened her.) χαροποιώ -
8 make someone's day
(to make someone very happy: That baby's smile made my day.) χαροποιώ -
9 веселить
-
10 взвеселить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвеселённый, βρ: -лён, -лена, -леюπαλ. ευθυμώ, φαιδρύνω, χαροποιώ.έρχομαι σε ευθυμία, στο κέφι. -
11 обрадовать
-дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрадованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. χαροποιώ, καλοκαρδίζω, γεμίζω χαρά.χαίρομαι, είμαι όλος χαρά. -
12 повеселить
ρ.σ.μ. φαιδρύνω, ιλαρύνω, δίνω κέφι, διασκεδάζω, χαροποιώ.φαιδρύνομαι, διασκεδάζω, γλεντώ. -
13 просветлить
-ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просветленный, βρ: -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.1. κάνω κάτι αίθριο, φωτεινό, λαγαρό, διαυγές•просветлить житкость при помощи реактива λαγαρίζω το υγρό με αντιδραστήριο.
2. μτφ. ξεκαθαρίζω, διαφωτίζω, ξεδιαλύνω. || χαροποιώ, αγαλιάζω, ευφραίνω•душа -лена η ψυχή ευφράνθηκε.
γίνομαι διαυγής, αίθριος, αιθριάζω, λαγαρίζω. || μτφ. παλ. φωτίζομαι•ум -лся το πνεύμα (ο νους) φωτίστηκε.
-
14 радовать
-дую, -дуешьρ.δ.μ.χαροποιώ.χαίρομαι, αγαλλιάζω• ευφραίνομαι•очень χαίρομαι πολύ•
душа -ется ευφραίνεται η ψυχή.
-
15 разнежить
-жу, -жишьρ.σ.μ.1. καλόμαθα ί-νω, καλοσυνηθίζω, μαλθακώνω.2. συγκινώ, χαροποιώ πολύ.1. καλομαθαίνω, καλοσυνη-θιζω, γίνομαι μαλθακός.2. συγκινούμαι. -
16 разутешить
-шу, -шишьρ.σ.μ. χαροποιώ, καλοκαρδίζω, ευφραίνω• φαιδρύνω. -
17 светить
свечу, светишьρ.δ.1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•
звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•
солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.
|| ρίχνω φως•он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.
|| μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,
1. φέγγω, φωτίζω•вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.
|| φωτίζομαι.2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ. -
18 утешить
-шу, -шишьρ.σ.μ.παρηγορώ• καθησυχάζω•утешить беднодо παρηγορώ το δυστυχή.
|| χαροποιώ• ικανοποιώ.παρηγορούμαι• καθησυχάζω. || χαίρομαι, ευχαριστούμαι• ικανο-πο ιούμαι.
См. также в других словарях:
χαροποιώ — χαροποιῶ, έω, ΝΜΑ [χαροποιός] φέρνω σε κάποιον χαρά, κάνω κάποιον να χαρεί, τού δίνω χαρά («τα νέα του μέ χαροποίησαν») … Dictionary of Greek
χαροποιώ — χαροποιώ, χαροποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαροποιώ — ησα, προξενώ χαρά σε κάποιον, δίνω χαρά σε κάποιον: Τον χαροποίησε η προαγωγή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαροποίημα — ήματος, τὸ, Μ [χαροποιῶ] το αποτέλεσμα τού χαροποιώ … Dictionary of Greek
χαροποίηση — η, Ν [χαροποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαροποιώ … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 … Dictionary of Greek
γλαρώνω — 1. γαληνεύω, ηρεμώ 2. έχω τάση για ύπνο, νυστάζω 3. αποκοιμιέμαι, βυθίζομαι στον ύπνο 4. (μτβ.) κοιτάζω με τρυφερότητα, γλυκοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιλαρώνω < μτγν. ιλαρώ «χαροποιώ, φαιδρύνω»] … Dictionary of Greek
εμφαιδρύνω — ἐμφαιδρύνω (Α) 1. φαιδρύνω, κάνω κάποιον φαιδρό, χαρούμενο, χαροποιώ 2. μέσ. εμφαιδρύνομαι γίνομαι χαρούμενος, ευχαριστημένος χαίρομαι («τῇ περὶ τὸν θεὸν ἀγάπῃ ἐνεφαιδρύνετο») … Dictionary of Greek
εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… … Dictionary of Greek
ευφραίνω — (ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [εύφρων] 1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ. β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.) 2. και μέσ. ευφραίνομαι αισθάνομαι… … Dictionary of Greek