Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαροποιώ

См. также в других словарях:

  • χαροποιώ — χαροποιῶ, έω, ΝΜΑ [χαροποιός] φέρνω σε κάποιον χαρά, κάνω κάποιον να χαρεί, τού δίνω χαρά («τα νέα του μέ χαροποίησαν») …   Dictionary of Greek

  • χαροποιώ — χαροποιώ, χαροποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαροποιώ — ησα, προξενώ χαρά σε κάποιον, δίνω χαρά σε κάποιον: Τον χαροποίησε η προαγωγή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαροποίημα — ήματος, τὸ, Μ [χαροποιῶ] το αποτέλεσμα τού χαροποιώ …   Dictionary of Greek

  • χαροποίηση — η, Ν [χαροποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαροποιώ …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 …   Dictionary of Greek

  • γλαρώνω — 1. γαληνεύω, ηρεμώ 2. έχω τάση για ύπνο, νυστάζω 3. αποκοιμιέμαι, βυθίζομαι στον ύπνο 4. (μτβ.) κοιτάζω με τρυφερότητα, γλυκοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιλαρώνω < μτγν. ιλαρώ «χαροποιώ, φαιδρύνω»] …   Dictionary of Greek

  • εμφαιδρύνω — ἐμφαιδρύνω (Α) 1. φαιδρύνω, κάνω κάποιον φαιδρό, χαρούμενο, χαροποιώ 2. μέσ. εμφαιδρύνομαι γίνομαι χαρούμενος, ευχαριστημένος χαίρομαι («τῇ περὶ τὸν θεὸν ἀγάπῃ ἐνεφαιδρύνετο») …   Dictionary of Greek

  • εξαλλάσσω — ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [αλλάσσω] αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.) 2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας… …   Dictionary of Greek

  • ευφραίνω — (ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [εύφρων] 1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ. β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.) 2. και μέσ. ευφραίνομαι αισθάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»