Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χαριτολογώ

См. также в других словарях:

  • χαριτολογώ — χαριτολογώ, χαριτολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαριτολογώ — και χαριτολογάω χαριτολόγησα, μιλώ με χάρη, λέω ευφυολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαριτολογώ — έω, Ν 1. μιλώ με χάρη 2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ευφυολογώ — έω [ευφυολόγος] λέω ευφυολογίες, αστειεύομαι με πνεύμα, χαριτολογώ …   Dictionary of Greek

  • μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χαριτολογία — η, Ν 1. η ενέργεια τού χαριτολογώ 2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»