-
1 χαριεντισμού
-
2 χαριεντισμοῦ
См. также в других словарях:
χαριεντισμοῦ — χαριεντισμός wit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 χαριεντισμού
2 χαριεντισμοῦ
χαριεντισμοῦ — χαριεντισμός wit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)