-
1 χαραμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαραμός
-
2 χηραμός
χηραμός, ὁ, Loch, Erdloch, Felsloch, Höhle, Schlupfwinkel; Hom. einmal, Iliad. 21, 495 φύγεν ὥς τε πέλεια, ἥ ῥά ϑ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, χηραμόν, Scho Il. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι αὐτὸς ἐξηγεῖται, τί ἐστι χηραμός, ὅτι κοίλη πέτρα; – σφηκῶν Lycophr. 181; Arist. u. Folgde. – Bei Sp. auch ἡ χηραμός, Ap. Rh. 4, 1452; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 523; auch findet sich der heterogene plur. τὰ χηραμά, Nic. Th. 55. 149. – Bei Hesych. auch χαραμός.
-
3 χηραμός
A hole, cleft, hollow, κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, χηραμόν, of a rock pigeon, Il.21.495, cf. Arist.HA 614b35, Hld.8.16; χ. [ σφηκῶν] Lyc.181; of a mouse's hole, Babr.107.13; of a hollow in the hilt of a sword, Ach.Tat.3.20, 21; of a shell, Id.2.11; of the hollows on the sides of the tongue, Poll.2.107.—The gend. is undetermined in Hom.; fem., A.R.4.1452, prob. in Arist.l.c.; masc., Ael.NA3.26, Philostr.VA2.14: heterocl. pl. χηραμά, τά, Nic.Th.55, 149, Q.S.9.382; cf. χηλαμός, χαραμός, χειραμός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηραμός
См. также в других словарях:
χαραμός — ὁ, Α βλ. χηραμός … Dictionary of Greek
χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… … Dictionary of Greek