-
1 χαρακτηρικός
A = χαρακτηριστικός (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαρακτηρικός
-
2 ἐπιστολικός
A suited to a letter, Arist.Fr. 670; in the style of letters,λόγοι D.H.Lys.1.3
; as book-title, Gal.8.150, D.L.10.25, prob. cj. in Sor.2.53; , Ap.Ty.Ep.19. Adv. [suff] ἐπιστολ-κῶς Demetr.Eloc. 233.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστολικός
-
3 ὑπομνηματικός
A serving for memoirs or dissertations, διάλογοι memoirs in the form of dialogue, D.L.4.5;γραφή Phld.Rh.1.99S.
;χαρακτὴρ τοῦ λόγου Ap.Ty.Ep.19
, cf. Ammon. in Int.213.31 ([comp] Comp.): neut. -κόν, τό, = ὑπόμνημα 11.5, Phld.Rh.2.196 S.2 serving for notes or commentary, τρόπος abbreviated style, Simp.in Ph.60.29. Adv.- κῶς Gal. 18(1).529
; by way of reminder, Anon. in EN229.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομνηματικός
См. также в других словарях:
-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… … Dictionary of Greek