-
1 χαρακτηριστικός
A characteristic,τῆς Λυσίου λέξεως D.H.Lys.11
([comp] Sup.);λόγου Δημοσθενικοῦ μηνύματα χ. Id.Dem.34
, al.; τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὕλης, S.E.P.3.173, Dam.Pr.36; τοῦ ἁπλῶς βαρέος, κούφου, Simp. in Cael.713.24;τὸ χ. A.D.Synt.103.17
, cf. Choerob. in Theod.2.31H. Adv.- κῶς Eust. 1167.59
.—The form [full] χαρακτηρικός is found in Phld.Po.Herc.1676.7, in codd. of D.H.Dem.39, 51, and is v.l. in Id.Lys.l.c. Adv.χαρακτηρικῶς Phld.Rh.2.297S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαρακτηριστικός
См. также в других словарях:
χαρακτηρικός — ή, όν, Α χαρακτηριστικός. επίρρ... χαρακτηρικῶς Α με χαρακτηρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. τού χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, ῆρος] … Dictionary of Greek